φαιδρωπός

φαιδρωπός
φαιδρωπός, όν, ([etym.] ὤψ)
A with bright, joyous look, of a young lion (cf. χαροπός), A.Ag.725 (lyr.);

ὄμμα φ. E.Or.894

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαιδρωπός — with bright masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρωπός — όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπρό ή χαρωπό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + κατάλ. ωπός*] …   Dictionary of Greek

  • φαιδρωπόν — φαιδρωπός with bright masc/fem acc sg φαιδρωπός with bright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρωπέ — φαιδρωπός with bright masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”